- ἀντικαταστήσω
- ἀντικαθίστημιreplaceaor subj act 1st sgἀντικαθίστημιreplacefut ind act 1st sgἀντικαθίστημιreplaceaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποφύω — Α [φύω] 1. (για την γη) αφήνω να βλαστήσει, βγάζω 2. μέσ. ὑποφύομαι α) (για δόντι) φυτρώνω για να αντικαταστήσω άλλο β) αυξάνομαι, μεγαλώνω συνεχώς … Dictionary of Greek
αντικατασταίνω — κατάστησα, καταστήθηκα και κατατάθηκα, καταστημένος, αντικαθιστώ, αναπληρώνω: Η κυβέρνηση θα αντικαταστήσει τον αρχηγό της αστυνομίας. – Θα αντικαταστήσω το διευθυντή του γραφείου στο διάστημα που θα βρίσκεται σε άδεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)